- ἐκπιπράσκω
- ἐκπιπράσκω,A sell off, [tense] pf. [voice] Pass.
ἐκπέρᾱται D.9.39
, cf. Poll.7.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκπέρᾱται D.9.39
, cf. Poll.7.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκπιπράσκω — ἐκπιπράσκω (Α) πουλώ, εκποιώ … Dictionary of Greek
ἐκπεπρακόσιν — ἐκπεπρᾱκόσιν , ἐκπιπράσκω sell off perf part act masc/neut dat pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπράσων — ἐκπρά̱σων , ἐκπιπράσκω sell off fut part act masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπέπραται — ἐκπέπρᾱται , ἐκπιπράσκω sell off perf ind mp 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)